Ελεγεία για ένα Έφηβο

Που των δροσάτων βουνών είχε τη χάρη
Που πατούσε τη γη γοργά σαν αγέρας
Που γελούσε και μιλούσε τη ζωή αγναντεύοντας
της ψυχής του τα θερμά τα νερά αναδεύοντας

Που το αίμα του κόχλαζε κάτω απ’ το στέρνο του
που το φως τυφλωνόταν, στο γαλάζιο το βλέμμα του

Έφηβε Ωραίε
Που τη βρεγμένη γη της Αχερουσίας τώρα πατείς
μην ποθήσεις ξανά τα Πλατειά τα Λιβάδια

Έφηβε Ωραίε
που με Ομοίους πια,
Δωρικό γεύεσαι κρασί, της Αιωνιότητας

Λεύτερος να ξέρεις πως είσαι
από της γης τον αιώνιο Ίδρωτα,
από τον μόχθο, τον ανθρωπινό

Πέρασες Άφοβα, Άκοπα,
μια και στον Αγώνα τούτο έπεσες νωρίς

Την εφηβική σου αλκή
δεν άντεξαν ούτε τα αντρίκεια τα χέρια σου
τα ζυμωμένα με μύρο του πόνου
τα δουλεμένα στο αμόνι του χρόνου

Τα έργα σου τα θαυμαστά
τώρα άλλοι θα ζητούν,
κι Κόρες αυτές που σε ποθούν,
παρηγοριά αλλού θα αργήσουνε να βρουν

Έφηβε Ωραίε
που του Φαέθοντα ζήλεψες τη ζάλη
μη διστάσεις ούτε αυτή τη φορά να παλέψεις με χάρη
και θα δεις πως μπορείς, να νικήσεις τον Άδη.

Έλος Λακωνίας – 22/12/2005

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Σχετικά άρθρα