Κωστής Παλαμάς

Γιατί πάλεμα με ολίγη από τέχνη

Η καρδιά σμίγει ότι ο νους χωρίζει, ξεπερνάει την παλαίστρα της ανάγκης και μετουσιώνει το πάλεμα σε αγάπη.

Αρχαίον Πνεύμα Αθάνατο, αγνέ πατέρα
του ωραίου, του μεγάλου και τ’ αληθινού,
κατέβα, φανερώσου κι άστραψ’ εδώ πέρα
στη δόξα της δικής σου γης και τ’ ουρανού.

Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι
στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή,
και με τ’ αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
και σιδερένιο πλάσε κι άξιο το κορμί.
Κάμποι, βουνά, και πέλαγα φέγγουν μαζί σου
σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός,
και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου,
Αρχαίον Πνεύμα Αθάνατο, κάθε λαός.

Ανάμεσα στα έργα του Κωστή Παλαμά ξεχωριστή θέση καταλαμβάνει ο “Ολυμπιακός Ύμνος”, που μελοποιήθηκε από το Σπύρο Σαμαρά για την τελετή έναρξης της Ολυμπιάδας το 1896 και από το 1952 είναι ο επίσημος ύμνος των σύγχρονών Ολυμπιακών Αγώνων, που ακούγεται στα Ελληνικά.

Το πάλεμα του Τσαμαδού και του γιου του

Μέσ’ ‘ς τ’ άη Γιωργιού τους πλάτανους γένονταν πανηγύρι,
το πανηγύρι ήταν πολύ, κι’ ο τόπος ήταν λίγος,
δώδεκα δίπλαις ο χορός, κ’ έξηνταδυό τραπέζια,
και χίλια ψένονται σφαχτά ‘ς όλο το πανηγύρι.
Κ’ οι γέροντες παρακαλούν, τάζουν ‘ς τον άη Γιώργη,
ο Τσαμαδός να μην ερθή, χαλάει το πανηγύρι.

Ακόμα ο λόγος έστεκε κι’ ο Τσαμαδός εφάνη,
που ροβολάει οχ το βουνό κατά το πανηγύρι.
Πατεί και σειέται το βουνό, κράζει κι’ αχάν οι λόγγοι,
κ’ εκράταγε ‘ς τον ώμο του δέντρο ξεριζωμένο,
και απάνου ‘ς τα κλωνάρια του θεριά είχε κρεμασμένα.
-Ώρα καλή σας, γέροντες. -Καλό ‘ς το παλληκάρι.
-Ποιος έχει αστήθι μάρμαρο και χέρια σιδερένια,
για να βγη να παλέψουμε ‘ς το μαρμαρένιο αλώνι;”
Κανείς δεν αποκρίθηκε απ’ τους πανηγυριώταις,
της χήρας γιος εφώναξε, της χήρας ο αντρειωμένος.
“Εγώ χω αστήθι μάρμαρο και χέρια σιδερένια,
για νά βγω να παλέψουμε ‘ς το μαρμαρένιο αλώνι.”

Βγαίνουν κ’ οι δυο με τα σπαθιά και πάνε να παλέψουν.
Εκεί που επάτειε ο Τσαμαδός εβούλιαζε τ’ αλώνι,
κ’ εκεί που επάτειε το παίδι εβούλιαζε κ’ έβύθα.
Εκεί που βάρειε ό Τσαμαδός το γαίμα πάει ποτάμι,
κ’ εκεί που χτύπαε το παιδί τα κόκκαλα τσακίζει.
“Κοντοκαρτέρει, βρε παιδί, κάτι να σε ρωτήσω.
Ποια σκύλα μάννα σ’ έκαμε, κι’ ο κύρης σου ποιος ήταν;
-Η μάννα μου όταν χήρεψε δεν μ’ είχε γεννημένον,
κι ώμοιασα του πατέρα μου και θα τον απεράσω.”
Από το χέρι τον αρπά ‘ς της μάννας του να πάνε.
Από μακριά τους εθωρεί κ’ ετοίμασε τραπέζι.
Κ’ εκεί που τρώγαν κ’ έπιναν η χήρα τους κερνούσε,
κρασί κερνάει τον Τσαμαδό, φαρμάκι το παιδί της.
“Μαννούλα, μ’ εφαρμάκωσες, απ’ το θεό να το βρης!”

Εις τα επικάς διηγήσεις πολλών εθνών δεν είναι σπάνιον το θέμα της μονομαχίας πατρός και υιού, αγνοούντων αλλήλους, της οποίας η έκβασις συνήθως είναι ο θάνατος του πατρός. Τα γνωστότατα παραδείγματα είναι το της Τηλεγονίας του Ευγάμμωνος, όπου κατά παλαιούς ελληνικούς μύθους εξετίθετο ο θάνατος του Οδυσσέως εν μάχη προς τον υιόν του Τηλέγονον, και το του Σάχ Ναμέ του Πέρσου ποιητού Φιρδούση περί της μονομαχίας του Τουστέμ και του Σοχράβ.

Εις ακριτικά άσματα αναφέρεται συμπλοκή του αιχμαλώτου υιού του Ανδρόνικου προς τον πατέρα και τον αδελφόν του. Εις δε τον κύκλον των ακριτικών ασμάτων περί του θανάτου του Διγενή τα της πάλης τούτου προς τον Χάρον εκτίθενται καθ’ όμοιον περίπου τρόπον ως εις το προκείμενον τραγούδι τα περί της πάλης του γιου της χήρας προς τον Τσαμαδόν. Μία μάλιστα κρητική παραλλαγή περί του θανάτου του Διγενή σχεδόν ουδαμώς διαφέρει των παραλλαγών του άσματος του Τσαμαδού.

Η δηλητηρίασις του αντρειωμένου υιού υπό της χήρας μητρός του, ερωμένης του Τσαμαδού, επέρχεται αδικαιολόγητος και απροσδόκητος, άνευ προπαρασκευής τινος. Είς τινας δ’ όμως παραλλαγάς το φάρμακον προσφέρει η μήτηρ εις τον Τσαμαδόν. Εις παραλλαγήν δε των περί του θανάτου του Διγενή ασμάτων συμπαρίσταται και ή μήτηρ του κατά την πάλην αυτού προς τον Χάρον, κρατούσα τριών λογιών κρασί και τριών λογιών φαρμάκι, όπως αν μεν νικήση ο υιός της τω προσφέρη το κρασί, αν δε νικηθή πίη αυτή το φαρμάκι.

Η εικών του εκ των ορέων κατερχομένου Τσαμαδού, του φέροντος εις τους ώμους δένδρον εκριζωμένον με θηρία κρεμάμενα εις τους κλάδους του, υπενθυμίζει τας παραστάσεις των Κενταύρων εν αρχαϊκαίς αγγειογραφίαις.

Δεν είναι τούτο πάλεμα σε μαρμαρένια αλώνια,
εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να στέκει ο Χάρος.
Εδώ σηκώνετ’ όλ’ η γη με τους αποθαμένους,
και με τον ίδιο θάνατο πατάει το θάνατό της.
Κι απάνω απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους
φωτάει μεμιάς Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος.

Πάνε πάνω από δυο γενιές, που σαν τέτοιες μέρες η Ελλάδα έκανε όλο τον κόσμο να ζει στο ρυθμό του ηρωισμού της και στο μέγεθος της θυσίας της. Όσοι αρνήθηκαν να σκύψουν στο τέρας του Άξονα, τέτοιες μέρες πρωτοανάσαναν τον ελεύθερο “αέρα!” της Ρωμιοσύνης. Κι όταν η Ελλάδα λύγισε δε γονάτισε, συνέχισε την αντίσταση στα ελεύθερα ελληνικά βουνά. Μια αντίσταση που ενέπνευσε το βάρδο της Ρωμιοσύνης να γράψει τους παραπάνω στίχους.

Νίκος Καζαντζάκης & πάλεμα
Νίκος Καζαντζάκης

“-Μωρέ, μην είσαι παλαβός, μην ανακατεύεσαι στις ρωμαίικες δουλειές παλιά κατάρα είναι αυτή, από Θεού. Άκου τι μου’ ‘λεγε ο μακαρίτης ο παππούς μου, να καταλάβεις. Όλα τα ‘καμε καλά ο Αλλάχ, μου’ ‘λεγε, όλα, μα μια μέρα βρέθηκε μπόσικος, έπιασε φωτιά και κοπριά και έπλασε το Ρωμιό μα ευτύς, ως τον είδε, το μετάνιωσε είχε ένα μάτι, ο αφιλότιμος, που τρυπούσε ατσάλι. “Τί να γίνει τώρα, μουρμούρισε ο Αλλάχ, την έπαθα ας πιάσω τώρα να κάμω τον Τούρκο, να σφάξει το Ρωμιό, να βρει ο κόσμος την ησυχία του”. Έπιασε το λοιπόν μέλι και μπαρούτι, τα μάλαξε καλά καλά, έφτιασε τον Τούρκο. Κι’ ευτύς, χωρίς να χασομεράει, βάνει σ’ ένα ταψί τον Τούρκο και το Ρωμιό να παλέψουν. Πάλευαν, πάλευαν, από το πρωί ως το βράδυ, κανένας δεν έριχνε κάτω τον άλλο μα ευτύς, ως σκοτείνιασε, βάνει ο άτιμος ο Ρωμιός τρικλοποδιά, κάτω ο Τούρκος! “Ο διάολος να με πάρει, μουρμούρισε ο Αλλάχ, την έπαθα πάλι τούτοι οι Ρωμιοί θα φάνε τον κόσμο, πάνε οι κόποι μου χαμένοι… Τί να κάμω;” Όλη νύχτα δεν έκλεισε μάτι ο κακομοίρης μα το πρωί, πετάχτηκε απάνω και χτύπησε τις χερούκλες του: “Βρήκα! βρήκα!” φώναξε έπιασε πάλι φωτιά και κοπριά, και έφτιαξε έναν άλλο Ρωμιό, και τους έβαλε στο ταψί να παλέψουν. Άρχισε το πάλεμα τρικλοποδιά ο ένας, τρικλοποδιά κι ο άλλος μπηχτές ο ένας, μπηχτές κι ο άλλος… Πάλευαν, πάλευαν, έπεφταν, σηκώνουνταν, πάλευαν πάλι, ξανάπεφταν, ξανασηκώνουνταν, πάλευαν… Κι ακόμα παλεύουν! Κι’ έτσι ο κόσμος, Μπραϊμάκι μου, βρήκε την ησυχία του”.

Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, Νίκος Καζαντζάκης

Η καρδιά σμίγει ότι ο νους χωρίζει, ξεπερνάει την παλαίστρα της ανάγκης και μετουσιώνει το πάλεμα σε αγάπη.

Ασκητική, Νίκος Καζαντζάκης

1 comments
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *