Όρκος εις τον Αγώνα ή Επί της Ολυμπίας

Εκ του Ολύμπου Αθλοπαίς και Μαθητής,
Ορμώμενος,
Από τα πόδια του Λαμπερού Βουνού
Κατέφθασα,
Ως προσκυνητής ανύποπτος στον Ιερό Μαρμαρότοπο.

Χίλια χρόνια προσμονής εκεί με βρήκαν, κι η υπομονή μου η ατράνταχτη
Εχάθη τυχαία,
Μιαν Αυγή στην Ολυμπία.

Κείνη την Αυγή, που γίνηκε ο Λαβύρινθος,
Μονόδρομος,
Κι ευθείς με οδήγησε στο Κέντρο της Παλαίστρας.

Κείνη τη στιγμή,
Που οι άνθρωποι πλησίον μου γινήκαν μαρμάρινοι,
Όταν τα γέλια κι οι φωνές των περιηγητών γίνηκαν Βοή,
Των Νεκρών των Αμέτρητων.

Των Νεκρών που προσμένουν κι αυτοί,
Καθώς σκιρτούν μέσα από σμιλεμένες πέτρες,
Που φωνάζουν κι εκλιπαρούν μες τα κλαριά των αγριελιών.

Των Νεκρών που δάκρυ κι ιδρώτα Χύουν απά στα σπλάχνα των Θνητών,
που Νενίκηκαν.

Τούτο το Γένος των Θνητών,
γίνεται χλόη κάτω απ τα βήματα μου,
Τούτο το Γένος πια είναι το Χρέος μου,
Το Χρέος που με καθέλκει
Όρθιος να σταθώ μες τα Σηκό της Ιερής Άλτης
Κι Όρκο να δώσω σε σένα Αρχιποιητή του Κάλους,
Που ‘καμες Θεούς από Πέτρες και τις Πέτρες Ανθρώπους,
Ω Φειδία
Παντοτινός συνεχιστής και δούλος σου, και σμιλευτής στα έργα σου,
Τα θαυμαστά,
Λίθος θα γίνω για να Διαβείς επάνω μου Άνθρωπε της Τέχνης,
Κλάδος ελαίου, για να Στεφανωθείς άνθρωπε του Αγώνα,
Φως, για να Λυτρωθείς, απ’ τα χώματα τα φύλλα και τις σάρκες.

Κι έτσι θαμπωμένος από το Λαμπερό τούτο το Φως με κατέλαβε η Νύχτα.
Αχ, η νύχτα στον κάμπο της Ηλείας είναι πιο τρυφερή κι απ’ τη δροσιά,
Που νωρίς το πρωί σκεπάζει τη γη.

Τούτη όμως η σκοτεινιά που Κυκλώνει το περίγραμμα των Σμιλευμάτων.
Πορεύεται μέσα απ’ των πεύκων τις Στοές.
Γλιστράει, απ’ τα πρόσωπα των κοριτσιών σα βροχή απαλή, κι έπειτα,
Χάνεται βαθιά στα έγκατα του κορμιού τους.

Τούτη η βροχή που σμίγει με το Κρασί το Ανόθευτο, Ξεπλένει τον Ιδρώτα,
Της Καρδιάς του Κουμπερτέν, κι ως Μύρο γάργαρο,
Χύνεται απ τους νεφρούς των Ανδρών που λαχταρούν
Ένα να γίνουν με το Κάλλος,
Που νογούν Αθάνατοι κι αυτοί να στεφθούν.

Άδικα όμως ποθούν στις αγκαλιές μέσα των κοριτσιών,
Χωρίς να ακούνε την Καρδιά που χτυπά ακόμα μέσα στο χώμα,
Χωρίς να ακούνε τη Βοή που ο άνεμος φέρει μέσα από τα πεύκα.

Εκεί λοιπόν, μέσα στη Λήθη και τι Σιγή,
Ερμητικά ένα χέρι ένιωσα,
Να μου κραδαίνει το γόνα,
Και τη Φλόγα του Αόρατου να με καλεί.
Ο Παιδοτρίβης Όρθιος με τη Δάδα στα χέρια με πρόσμενε
Σήκω μου είπε, είναι ώρα να κάμεις το Χρέος σου,
Έχεις στάδια να διαβείς
Σ’ αγώνες πολλούς θα Παλέψεις!
Εισάκουσα ευγενικά, και σιωπηλά,
Ύστερα πήρα τη φλόγα και προχώρησα,
για μια στιγμή μονάχα,
σταμάτησα κι οσμίστηκα το Μυστικό τούτο Αγέρι,
του Χώρου και του Καιρού.

Άφησα την Ολυμπία Γυμνή,
να κοιμάται στην αγκαλιά της χλωροσιάς,
Και με τα δυο της χέρια σφιχτά να κρατά,
μια μαρμαρένια πια καρδιά,
Την Καρδιά μου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Σχετικά άρθρα